- ψυχοπότης
- ὁ, Ααυτός που πίνει αίμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + πότης (< θ. πο- τού πίνω*), πρβλ. γλυκυ-πότης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυχοπότης — drinking the life masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)